- απρέπεια
- ηαγένεια, ασχήμια: Αυτό που έκανες απόψε ήταν απρέπεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀπρεπείᾳ — ἀπρεπείᾱͅ , ἀπρέπεια unseemliness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρέπεια — unseemliness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απρέπεια — η (AM ἀπρέπεια) έλλειψη ευπρέπειας ή κοσμιότητας νεοελλ. κακή, απρεπής ενέργεια αρχ. ασχήμια … Dictionary of Greek
ἀπρεπείας — ἀπρεπείᾱς , ἀπρέπεια unseemliness fem acc pl ἀπρεπείᾱς , ἀπρέπεια unseemliness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρεπείαις — ἀπρέπεια unseemliness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρέπειαν — ἀπρέπεια unseemliness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτροπος — I Μια από τις τρεις Μοίρες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. II (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 8 Μαρτίου 1888. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,7 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη… … Dictionary of Greek
αγένεια — η (Α ἀγένεια) [ἀγενής] νεοελλ. έλλειψη ευγένειας, καλών τρόπων στην κοινωνική συμπεριφορά, απρέπεια αρχ. ταπεινή καταγωγή … Dictionary of Greek
αδρομία — η [άδρομος] 1. (κυριολεκτικά) η έλλειψη δρόμων ή συγκοινωνίας 2. αστοχία στα λόγια, απρέπεια … Dictionary of Greek
ακαιρία — η (Α ἀκαιρία) (Ν και ακαιριά) [άκαιρος] καιρικές συνθήκες επιβλαβείς για τη γεωργία αρχ.1. ακαταλληλότητα τών περιστάσεων (αντίθ. τών ευκαιρία, εγκαιρία, επικαιρία) 2. έλλειψη ευκαιρίας (αντίθ. τού καιρός) 3. ανάρμοστη συμπεριφορά, απρέπεια,… … Dictionary of Greek